παλίωξις

παλίωξις
πᾰλίωξις, εως, , ([etym.] πάλι, ἰωκή)
A pursuit in turn, when fugitives rally and turn on their pursuers, π. δὲ γένηται ἐκ νηῶν [ῑ metri gr.] Il.12.71;

ἄν τοι ἔπειτα π. παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι 15.69

, cf. 601; opp. προΐωξις, Hes.Sc.154: in late Prose, App.Mith.49.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλίωξις — παλίωξις, ἡ (Α) η προς τα πίσω στροφή αυτών που διώκονται και η καταδίωξη εκείνων που καταδίωκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι + ἰωκή «προσβολή, καταδίωξη»] …   Dictionary of Greek

  • παλίωξις — παλί̱ωξις , παλίωξις pursuit in turn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιώξει — παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλῑώξεϊ , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (epic) παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίωξις — ἴωξις, ἡ (Α) ιωκή*, επίθεση, καταδίωξη στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίωξις, με εσφαλμένο χωρισμό τών συστατικών τής λέξης] …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδίωξις — ὀπισθοδίωξις, ἡ (Μ) η παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + δίωξις (< διώκω)] …   Dictionary of Greek

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

  • παλινδίωξις — παλινδίωξις, ἡ (Α) παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δίωξις] …   Dictionary of Greek

  • παλιώξεως — παλῑώξεω̆ς , παλίωξις pursuit in turn fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίωξιν — παλί̱ωξιν , παλίωξις pursuit in turn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”